οπωρώνας

οπωρώνας
ο
φυτεία με οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπώρα + κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελ-ώνας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οπωρώνας — ο τόπος φυτεμένος με οπωροφόρα δέντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπωρώνας — ὀπωρώνᾱς , ὀπωρώνης masc acc pl ὀπωρώνᾱς , ὀπωρώνης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα …   Dictionary of Greek

  • περιληπτικός — ή, ό 1. σύντομος, περιεκτικός, βραχυλογικός: Περιληπτική απόδοση του περιεχομένου ενός έργου. 2. (γραμμ.), όνομα σε ενικό αριθμό πού δηλώνει πολλά ομοειδή πράγματα: Λαός, κοπάδι, αγέλη, σειρά, οπωρώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”